σῦριγξ

Σῦριγξ

συρίζω
Σῦριγξ, ιγγος () Syrinx, nymphe aimée de Pan, Nonn. D. 2, 118, etc. ; Lgs 2, 34, etc. ; A. Tat. 8, 6.
Étym. cf. le préc.