Σώκλαρος

Σωκλείδης

Σωκλῆς
Σωκλείδης () Sôkleidès, h. Xén. Hell. 7, 4, 19 ||
E Dor. Σωκλείδας, Pd. N. 6, 35.
Étym. patr. du suiv.