σωφρόνισις

Σωφρονίσκος

σωφρόνισμα
Σωφρονίσκος, ου () Sôphroniskos, père de Socrate, Plat. Euthyd. 297e, etc. ; Plut. Plat. philos. 1, 3, 36, etc.
Étym. dim. de σώφρων.