Σωφρονίσκος

σωφρόνισμα

σωφρονισμός
σωφρόνισμα, ατος (τὸ) leçon de sagesse, d’où leçon, correction, Eschl. Suppl. 992 ; App. Lib. 78.
Étym. σωφρονίζω.