Σωσίϐιος

Σωσιγένης

Σωσίθεος
Σωσι·γένης, ους () [] Sosigénès, h. Plut. Demetr. 49, ||
E Acc. -ην, DH. Din. 8, etc. ; ou -η, Pol. 28, 7, etc.
Étym. σῴζω, γένος.