Σωσιγένης

Σωσίθεος

Σωσικλέης
Σωσί·θεος, ου () [] Sôsithéos, h. Dém. 43, arg. etc. Baiter-Sauppe ; Thcr. Idyl. 8 arg. etc.
Étym. σῴζω, θεός.