Σῶσος

Σῶσπις

σωστέος
Σῶσπις, ιδος () Sôspis, h. Plut. Qu. conv. 8, 4, 1 ; 9, 5, 1, etc.
Étym. σῶς, ἀσπίς ; cf. ῥίψασπις.