Σῶσπις

σωστέος

σωστικός
σωστέος, α, ον, vb. de σῴζω, Eur. H.f. 1385 ; Ar. Lys. 301 ; Arstd. t. 1, 566 ; au neutre, Eur. H.f. 1385 ; Ar. Lys. 601.