Σωστράτη

Σωστρατίδης

Σώστρατος
Σωστρατίδης, ου () [ᾰῐ] Sôstratidès, h. Thc. 3, 115 ||
E Dor. Σωστρατίδας, Xén. Hell. 2, 3, 10.
Étym. patr. du suiv.