Σωστρατίδης

Σώστρατος

σῶστρον
Σώ·στρατος, ου () [] Sôstratos, h. Pd. O. 6, 9, 80 ; Hdt. 4, 152 ; Dém. 35, 20 et 34 Baiter-Sauppe ; Luc. D. mort. 30, etc.
Étym. σῶς, στρατός.