Ταλαιμένης

Ταλαϊονίδης

ταλαιπαθής
Ταλαϊονίδης, ου () [ᾰᾰῑῐ] le fils de Talaos, c. à d. :
1 Mékistée, Il. 2, 566 ; 23, 678 ||
2 Adrastos, Pd. O. 6, 24 ||
E Dor. Ταλαϊονίδας [ᾱς] Pd. l. c.
Étym. poét. p. *Ταλαονίδης de Ταλαός.