Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ταλαϊονίδης
ταλαιπαθής
ταλαιπωρέω-ῶ
ταλαι·παθής,
ής, ές
[
ᾰᾰ
] qui supporte des souffrances,
Anth.
1, 32
.
Étym.
*τλάω, πάθος
;
cf.
ταλαπαθής
.