ταραντινίζω

Ταραντῖνον

Ταραντῖνος
Ταραντῖνον, ου (τὸ) [τᾰῑ] c. ταραντινίδιον, Semus (Ath. 622b) ; Polyen 5, 3, 3.
Étym. neutre du suiv.