Τεγέα

Τεγεάτης

Τεγεατικός
Τεγεάτης, ου () habitant de Tégée, Thc. 4, 134 ; 5, 32, etc. ; Xén. Hell. 4, 2, 13, etc. ||
E Ion. Τεγεήτης, Hdt. 1, 65, 68, etc.
Étym. Τεγέα.