Τελεσικλῆς

Τελεσικράτης

Τελέσιλλα
Τελεσι·κράτης, ους () [] Télésikratès, Cyrénéen, Pd. P. 9, etc. ||
E Voc. Τελεσίκρατες, Pd. P. 9, 100.
Étym. τελέω, κράτος.