θεοφίλιον

Θεοφιλίς

Θεόφιλος
*Θεο·φιλίς, seul. éol. Θευ·φιλίς, ίδος () [φῐῐδ] Theuphilis, f. Anth. 6, 265.
Étym. θεός, φίλος.