θεράπνη

Θεράπνη

θεραπνίς
Θεράπνη, ης () Thérapnè, v. de Laconie, Pd. P. 11, 95 ; N. 10, 106 ; I. 1, 43 ; Hdt. 6, 61, etc. ; au plur. θεράπναι, Alc. (Harp.) ; Isocr. 218d.