Θερσαγόρας

Θέρσανδρος

θέρσημι
Θέρσ·ανδρος, ου () Thersandros, h. Pd. O. 2, 76 ; Hdt. 4, 147 ; 6, 52 ; Xén. Hell. 7, 8, 18 et 19.
Étym. θέρω, ἀνήρ.