θέρος

Θερσαγόρας

Θέρσανδρος
Θερσ·αγόρας, ου () Thersagoras, h. Dém. 23, 142, 143 Baiter-Sauppe ; Luc. Dem. enc. 1.
Étym. θέρω, ἀγορά.