Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Θράσυκλος
Θρασύλαος
Θρασυλέων
Θρασύ·λαος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰῠᾱ
] Thrasylaos,
h.
Dém.
324, 9
||
E
Ion.
-λεως
,
Hdt.
6, 114
.
Étym.
θρ. λαός
.