Θρασύλαος

Θρασυλέων

Θρασύλεως
Θρασυ·λέων, οντος () [ᾰῠ] Thrasyléôn, h. El. Ep. rust. 9 ; plur. Θρασυλέοντες, Plut. Epic. 13, des Thrasyléon.
Étym. θρ. λέων.