Θῆϐαι

Θηϐαιεύς

Θηϐαϊκός
Θηϐαιεύς, έως, adj. m. Thébain, Hdt. 1, 182 ; 2, 42 et 54 ; 4, 181 ; Plut. M. 775a.
Étym. Θῆϐαι.