Θηϐαιεύς

Θηϐαϊκός

Θηϐαῖος
Θηϐαϊκός, ή, όν, de Thèbes, Thébain ;
1 en Béotie, Str. 408, 412 ||
2 en Égypte, Hdt. 2, 4, etc. ; Diosc. 1, 149.
Étym. Θῆϐαι.