θηρίδιον

Θηρίκλειος

Θηρικλῆς
Θηρίκλειος, ος, ον, de Thèriklès : Θ. κύλιξ ou κρατήρ, Alex. (Ath. 471e) coupe de terre noire fabriquée par Thèriklès ; subst. ἡ Θηρίκλειος, Th. (Ath. 470f) ; ἡ Θηρικλεία, Mén. et Dioxipp. (Ath. 472b), s. e. κύλιξ ; τὰ Θηρίκλεια (s. e. ποτήρια) Polém. (Ath. 472c) m. sign.
Étym. Θηρικλῆς.