Θηρικλῆς

Θηρίμαχος

Θηριμένης
Θηρί·μαχος, ου () [ῐᾰ] Thèrimakhos, h. Xén. Hell. 4, 7, 29 ; Anth. 6, 188.
Étym. θήρ, μάχομαι.