τραγηματισμός

Τραγία

τραγίαμϐος
Τραγία, ας () Thc. 1, 116 ; ou Τραγίαι, ῶν (αἱ) Plut. Per. 25, Tragia ou Tragies (l’île aux boucs) petite î. près de Samos.
Étym. τράγος.