Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Τραγία
τραγίαμϐος
τραγίζω
τραγ·ίαμϐος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰγ
] ïambe tragique,
Suid.
v
o
Ἀπολλόδωρος
.
Étym.
τρ. ἴαμϐος
.