Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραπεζοκόρος
Τραπεζολείχων
τραπεζοποιέω-ῶ
Τραπεζο·λείχων,
οντος
(
ὁ
) [
ᾰ
] Lèche-la-table,
n. de parasite,
Alciphr.
3, 45
.
Étym.
τρ. λείχω
.