Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραπεζοκόμος
τραπεζοκόρος
Τραπεζολείχων
τραπεζο·κόρος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] parasite,
Ps.-Phocyl.
91
.
Étym.
τρ. κορέω
.