τρομέω-ῶ

Τρόμης

Τρομιλικὸς τυρός
Τρόμης, ητος () Tromès (propr. le Trembleur) père d’Eschine, Dém. Or. 18, §§ 129, 130 Baiter-Sauppe (cf. Ἀτρόμητος).
Étym. τρομέω.