Τρόμης

Τρομιλικὸς τυρός

τρόμος
Τρομιλικὸς τυρός, Démétr. sceps. (Ath. 658b), ou Τρομίλιος τυρός, Sim. am. fr. 21 (26) fromage de Tromileia, v. d’Achaïe, renommée pour ses fromages.