ξενοδαίτης

Ξενόδημος

ξενοδοκέω-ῶ
Ξενό·δημος, ου () Xénodèmos, h. Ath. 15d ||
E Dor. Ξενόδαμος [] Plut. M. 1134b.
Étym. ξ. δῆμος.