Ξενόδημος

ξενοδοκέω-ῶ

ξενοδοκία
ξενοδοκέω-ῶ :
1 accueillir les étrangers, Plat. Rsp. 419a ; Eur. Alc. 552 ; fig. Luc. Am. 47 ||
2 c. μαρτυρέω, Pd. fr. 311 Bgk ||
E Ion. ξεινοδοκέω, Hdt. 6, 127.
Étym. ξενοδόκος.