Ξενοκρίτη

Ξενόκριτος

ξενοκτονέω-ῶ
Ξενό·κριτος, ου () [] Xénokritos :
1 statuaire, Paus. 9, 11, 14 ||
2 musicien, Plut. M. 1131b.
Étym. ξένος, κρίνω.