Ξενόκριτος

ξενοκτονέω-ῶ

ξενοκτονία
ξενοκτονέω-ῶ :
1 tuer des hôtes ou des étrangers, Eur. Hec. 1247 ; DS. 4, 18, etc. ||
2 tuer son hôte, Eur. I.T. 1021 ||
E Ion. ξεινοκτονέω, Hdt. 2, 115.
Étym. ξενοκτόνος.