ζηνοδοτήρ

Ζηνόδοτος

Ζηνόθεμις
Ζηνό·δοτος, ου () Zènodotos :
1 critique célèbre d’Alexandrie, Luc. V.H. 2, 20 ||
2 historien, Plut. Rom. 14.
Étym. Ζήν, δοτός.