Ζηνόδοτος

Ζηνόθεμις

Ζηνοποσειδῶν
Ζηνό·θεμις, ιδος, acc. -ιν () Zènothémis, h. Dém. 881, etc. ; Luc. Conv. 6, Tox. 24.
Étym. Ζήν, θέμις.