ἀδαγμός

ἄδᾳδος

ἀδᾳδούχητος
ἄ·δᾳδος, ος, ον [ᾰᾱ] sans flambeau, sans torche, Th. H.P. 5, 1, 5.
Étym. ἀ, δᾴς.