ἀδάμαστος

ἀδάματος

ἄδαμος
ἀ·δάματος, ος, ον [δᾰᾰ]
1 indompté, Eschl. Ch. 54, etc. ; Soph. O.R. 205 ||
2 p. suite, vierge, Soph. Aj. 450.
Étym. ἀ, δαμάω.