Ἀδιαϐηνός

ἀδιαϐίϐαστος

ἀδιάϐλητος
ἀ·διαϐίϐαστος, ος, ον [] intransitif, t. de gr. Dysc. Synt. 286, 287.
Étym. ἀ, διαϐιϐάζω.