ἀδιαϐίϐαστος

ἀδιάϐλητος

ἀδιαϐλήτως
ἀ·διάϐλητος, ος, ον :
1 inattaquable, irréprochable, Arstt. Nic. 8, 4, 3 ||
2 non atteint par la délation, Plut. Brut. 8.
Étym. ἀ, διαϐάλλω.