ἀδιαλείπτως

ἀδιάλεκτος

ἀδιαλήπτως
ἀ·διάλεκτος, ος, ον, qui ne converse avec personne, solitaire, Phryn. com. 2-1, 587, 1 Mein.
Étym. ἀ, διαλέγω.