Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάλεκτος
ἀδιαλήπτως
ἀδιαληψία
ἀ·διαλήπτως,
adv.
sans interruption,
Philod.
De ira
1, p. 77
.
Étym.
ἀ, διάληπτος
.