ἀδιαφόρητος

ἀδιαφορία

ἀδιάφορος
ἀ·διαφορία, ας () indifférence, Cic. Acad. pr. 2, 42 ; Att. 2, 17 ; Plut. M. 1071f, etc.
Étym. ἀδιάφορος.