ἀδιαφορητικόν

ἀδιαφόρητος

ἀδιαφορία
ἀ·διαφόρητος, ος, ον :
1 qui ne transpire pas, A. Tr. 2, 7, p. 155 ||
2 indifférent, Jambl. Nicom. ar. 108, 15.
Étym. ἀδιαφορέω.