ἀδιαφορέω-ῶ

ἀδιαφορητικόν

ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορητικόν, οῦ (τὸ) penchant à l’indifférence, Arr. Epict. 2, 1, 14.
Étym. ἀδιαφόρητος.