ἀδίαυλος

ἀδιάφθαρτος

ἀδιαφθορία
ἀ·διάφθαρτος, ος, ον :
1 non corrompu, Plat. Ap. 34b, etc. ||
2 incorruptible, impérissable, Gal. 2, 27.
Étym. ἀ, διαφθείρω.