ἀδιαφθορία

ἀδιάφθορος

ἀδιαφθόρως
ἀ·διάφθορος, ος, ον :
1 non corrompu, pur, chaste, Plat. Phædr. 252d ||
2 incorruptible, Plat. Leg. 768b ; Arstt. Rhet. 1, 15, 17, etc. ||
3 impérissable, Plat. Phæd. 106d ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Pol. 3, 15.
Étym. ἀ, διαφθείρω.