Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάπταιστος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
*ἀδιαπτωσία,
ion.
-ίη, ης
(
ἡ
) infaillibilité,
Hpc.
1282, 56
.
Étym.
ἀδιάπτωτος
.