ἀδιαπτωσία

ἀδιάπτωτος

ἀδιαπτώτως
ἀ·διάπτωτος, ος, ον :
1 infaillible, Hpc. 1283, 21 ; Pol. 4, 60, 10, etc. ||
2 sans faute, d’une correction parfaite (écrivain) Lgn 33, 5 ; τὸ ἀδ. Lgn 36, 4, perfection du style.
Étym. ἀ, διαπίπτω.